- ἑκατοντάρχων
- ἑκατόνταρχοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑκατονταρχῶν — ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc gen pl ἑκατονταρχέω to be a centurion pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήνσωρ — (censor). Ανώτερο δημόσιο αξίωμα της αρχαίας Ρώμης, που καθιερώθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 443 π.Χ. Οι κ. ήταν δύο και εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των εκατόνταρχων κάθε πενταετία. Αρχικά, μόνο πατρίκιοι καταλάμβαναν αυτό το αξίωμα, αλλά… … Dictionary of Greek
Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό … Dictionary of Greek
Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… … Dictionary of Greek